αναφάντης

αναφάντης
ο слуховое окно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αναφάντης" в других словарях:

  • αναφάντης — ο [αναφαίνω] φωταγωγός, φεγγίτης …   Dictionary of Greek

  • αλεφάντης — ο και ἀνεφάντης ή ἀναφάντης άνοιγμα τής στέγης ή και η είσοδος οικήματος από το οποίο περνά μέσα το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αλεφάντης < ανεφάντης (με ανομοίωση τού ν σε λ) < αναφάντης (με ανομοίωση του α σε ε) < αναφαίνω «κάνω κάτι να δώσει… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοφάντης — ο φεγγίτης στη στέγη του σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναφάντης*, όπου η πρόθεση ανά αντικαταστάθηκε παρετυμολογικά από το ουσ. άνεμος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»